πολυστροφάλιγξ

πολυστροφάλιγξ
-άλιγγος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός που γίνεται με πολλούς ανεμοστρόβιλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + στροφάλιγξ «ανεμοστρόβιλος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυστροφάς — άδος, ἡ, ΜΑ πολυστρόφαλιγξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στροφάς, άδος (< στρέφω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”